unallowable - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

unallowable - translation to ρωσικά


unallowable      

[ʌnə'lauəb(ə)l]

общая лексика

недопустимый, запрещённый

прилагательное

общая лексика

недопустимый

непозволительный

unallowable      
unallowable adj. недопустимый; непозволительный
unallowables      
затраты или выплаты, не подпадающие под льготы; затраты, не учитываемые при начислении прибыли (по военным подрядам)
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για unallowable
1. Federal guidance for nonprofit corporations states that costs of alcohol are unallowable with no exceptions.
2. "DCAA does not opine that costs under the Contract are unallowable, unallocable, or unreasonable, nor does it question such costs.
3. Then you need only assert that, zygotes being human beings and killing human beings being unallowable, the seeming difficulties evaporate.
4. He testified in a 1''7 deposition that the chief of the lab‘s audit division "didn‘t want to see certain things put in reports," including "unallowable costs" and "embarrassment to the university."
5. The inspector general also said it found "numerous expenses that were either explicitly unallowable or did not benefit the federal program." The audit report listed Medicure payments that went to family members, a Democratic campaign committee, a university and a kennel.
Μετάφραση του &#39unallowable&#39 σε Ρωσικά